Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παίζω χωρίς νότες

  • 1 нота

    I нота Ι ж 1) муз. η νότα 2) мн.: \нотаы οι νότες· играть без нот παίζω χωρίς νότες II нота II ж дип. η διακοίνωση, η νότα
    * * *
    I ж
    1) муз. η νότα
    2) мн.

    но́ты — οι νότες

    игра́ть без нот — παίζω χωρίς νότες

    II ж дип.
    η διακοίνωση, η νότα

    Русско-греческий словарь > нота

  • 2 нота

    θ.
    1. (μουσ.) φθόγγος, φθογγόσημο, νότα.
    2. πλθ. -ы νότες, μουσικό κείμενο•

    петь по -ам τραγουδώ με νότες•

    играть по -ам παίζω με νότες•

    играть без нот παίζω χωρίς νότες•

    положить на -ы τονίζω, μελοποιώ.

    3. τόνος•

    в е голосе слышались -ты раздражения στη φωνή της διακρίνονταν ο εκνευριστικός τόνος.

    εκφρ.
    как по -ам – εύκολα, χωρίς κόπο, ευχερώς•
    на одну -у ή в одну -у – μονότονα.
    θ.
    διακοίνωση διπλωματική, νότα•

    нота протеста νότα διαμαρτυρίας•

    обмен -ами ανταλλαγή διακοινώσεων.

    Большой русско-греческий словарь > нота

  • 3 слух

    слух
    м
    1. ἡ ἀκοή/ τό αὐτί (музыкальный):
    острый \слух ἡ ὀξεϊα ἀκοή· хороший \слух τό καλό (μουσικό) αὐτί· плохой \слух τό κακό (μουσικό) αὐτί· играть по \слуху παίζω χωρίς νότες, παίζω μέ τ' αὐτί· резать \слух χτυπάω στ' αὐτιά, σπάω τ' αὐτιά, ἐρεθίζω τήν ἀκοή·
    2. (молва) ἡ φήμη, ἡ διάδοση[-ις]:
    по \слухам ὅπως διαδίδεται, ἀπ' ὅτι ἀκούγεται· я его́ знаю лишь по \слухам ἀκουστά τόν ἔχω, τόν γνωρίζω μόνο ἐκ φήμης· ходят \слухи, что... κυκλοφορεί ἡ φήμη, ὅτι..., φημολογείται, ὅτι..., διαδίδεται ὅτι...· ◊ он весь обратился в \слух τέντωσε τ' αὐτιά του, Εγινε ὅλος αὐτιά· -о нем ни \слуху ни духу γι ' αὐτόν ὁδτε φωνή ὁὔτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > слух

  • 4 слух

    α.
    1. ακοή• αυτί•

    ухо слух орган -а το αυτί είναι όργανο της ακοής•

    острый слух οξεία ακοή•

    это противно -у αυτό χτυπά άσχημα στο αυτί.

    || μουσική αίσθηση, αυτί•

    играть, петь по -у παίζω, τραγουδώ με το αυτί (χωρίς νότες)•

    музыкальный слух μουσικό αυτί•

    хороший слух καλό (μουσικό) αυτί.

    2. μτφ. είδηση, αγγελία, φήμη•

    циркулировали разные -и κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες•

    о них не было -а γι αυτούς δεν υπήρχε καμιά είδηση.

    εκφρ.
    на слух – με το αυτί, εξ ακοής, αφουγκρα-ζόμενος•
    по -ам – ακουστά•
    я его знаю только по -ам – τον έχω μόνο ακουστά•
    обратиться ή превратиться в слух – εντείνω την ακοή, τεντώνω τ αυτί, είμαι όλος αυτιά•
    ходит слух – κυκλοφορεί η φήμη, φημολογείται.

    Большой русско-греческий словарь > слух

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»